- παρακινδύνως
- παρακίνδυνοςrisking dangersadverbialπαρακίνδυνοςrisking dangersmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακίνδυνος — ον, Α 1. τολμηρός, ριψοκίνδυνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρακίνδυνον παράλογο θάρρος, υπερβολική τόλμη. επίρρ... παρακινδύνως Α με μεγάλο κίνδυνο … Dictionary of Greek